σφαιροβόλος, ο — η αθλητής που ρίχνει σφαίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλβίδα — η 1. η αφετηρία διάφορων αγωνισμάτων: Οι αθλητές της σκυταλοδρομίας βρίσκονται στη βαλβίδα. 2. ο περιορισμένος χώρος απ όπου ρίχνει τη σφαίρα ο σφαιροβόλος και το δίσκο ο δισκοβόλος: Η βολή ήταν άκυρη, γιατί ο σφαιροβόλος βγήκε έξω από τη βαλβίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
σφαιροβολία — η, Ν 1. η ρίψη σφαίρας 2. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο οι αθλητές ρίχνουν σε μήκος μεταλλική σφαίρα καθορισμένου βάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιροβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Πρόγραμμα τών Ολυμπιακών Αγώνων] … Dictionary of Greek